- συνεγύμναζον
- συγγυμνάζωtrainimperf ind act 3rd plσυγγυμνάζωtrainimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγγυμνάζω — Α [γυμνάζω] 1. γυμνάζω, εξασκώ συγχρόνως («συνεγύμναζον μὲν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὴν φάλαγγα καὶ τοὺς μισθοφόρους Ἕλληνας», Πολ.) 2. (ειδικά) γυμνάζω κάποιον σε κάτι 3. μέσ. συγγυμνάζομαι γυμνάζομαι μαζί με άλλον 4. παθ. είμαι οργανωμένος … Dictionary of Greek